- αὐθαδιάζομαι
- αὐθαδ-ιάζομαι or [suff] αὐθαδ-ειάζομαι, late form for sq., J.BJ5.3.4, Polem.Call.24, S.E.P.1.237, Procop. Arc.14,15, Lib.Decl.15.47.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αὐθαδιάζομαι — pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐθαδιάζεσθε — αὐθαδιάζομαι imperf ind mp 2nd pl (doric) αὐθαδιάζομαι pres imperat mp 2nd pl αὐθαδιάζομαι pres ind mp 2nd pl αὐθαδιάζομαι imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐθαδιαζομένη — αὐθαδιάζομαι pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐθαδιαζομένου — αὐθαδιάζομαι pres part mp masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐθαδιαζόμενος — αὐθαδιάζομαι pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐθαδιάζεσθαι — αὐθαδιάζομαι pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐθαδιάζεται — αὐθαδιάζομαι pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηὐθαδιάσαντο — αὐθαδιάζομαι aor ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηὐθαδιάσατο — αὐθαδιάζομαι aor ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαυθαδιαζομένας — ἀπαυθαδιαζομένᾱς , ἀπό αὐθαδιάζομαι pres part mp fem acc pl ἀπαυθαδιαζομένᾱς , ἀπό αὐθαδιάζομαι pres part mp fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαυθαδιαζομένων — ἀπό αὐθαδιάζομαι pres part mp fem gen pl ἀπό αὐθαδιάζομαι pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)